- ρέκορντμαν
- ο, θηλ. ρέκορντγουμαν, Νο κάτοχος κάποιου ρεκόρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. recordman / recordwoman (βλ. λ. ρεκόρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δομάζος, Μίμης — (Αθήνα 1941 –). Ποδοσφαιριστής. Ο αποκαλούμενος στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέδεσε στην πολύχρονη καριέρα του το όνομά του με ορισμένες από τις σημαντικότερες επιτυχίες του αθλητισμού της χώρας. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Άμυνα… … Dictionary of Greek